- ιδιόχρηση
- και ιδιοχρησία, η(νομ.) το δικαίωμα που προβλέπει ο νόμος στον ιδιοκτήτη νοικιασμένου ακινήτου να μπορεί να λύνει τη σύμβαση με τον ενοικιαστή, αν πρόκειται να τό χρησιμοποιήσει για προσωπική του χρήση.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο-* + χρήση (ή -χρησία < χρήσις)].
Dictionary of Greek. 2013.